παρασιτικῆς

παρασιτικῆς
παρασῑτικῆς , παρασιτικός
of a
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

  • μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… …   Dictionary of Greek

  • μόλυσμα — το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) [μολύνω] νεοελλ. 1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ. 2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας μσν. αρχ. μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα,… …   Dictionary of Greek

  • ξενοπαρασιτισμός — ο ζωολ. αντίδραση παρασιτικής μορφής που προκαλείται με την εισαγωγή ενός λείου αδρανούς σώματος σε ζωντανό οργανισμό …   Dictionary of Greek

  • οστίτιδα — η ιατρ. φλεγμονώδης πάθηση τού οστίτη ιστού, μικροβιακής, παρασιτικής ή χημικής αιτιολογίας, αλλ. οστεΐτιδα (α. «λοιμώδης οστίτιδα» β. «φυματιώδης οστίτιδα,») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”